Licensing VS Franchising

Κατά τα γενόμενα μέχρι σήμερα δεκτά από θεωρία και νομολογία, ως franchising νοείται η συμφωνία με την οποία μία επιχείρηση (δικαιοπάροχος) παραχωρεί σε μια άλλη επιχείρηση (δικαιοδόχο), έναντι οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμετάλλευσης υλικών ή/και άυλων προϊόντων ή/και υπηρεσιών με σκοπό την πώλησή τους σε τελικούς καταναλωτές από τον δικαιοδόχο, αλλά και με την πρόσθετη υποχρέωση του δικαιοπαρόχου για εξασφάλιση συνεχούς εμπορικής ή/και τεχνικής βοήθειας προς τον δικαιοδόχο.

Από την άλλη, ως licensing νοείται η συμβατική μέθοδος που χρησιμοποιείται διεθνώς για την ανάπτυξη και την εκμετάλλευση πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία συνίσταται στη μεταβίβαση δικαιωμάτων χρήσης αυτής σε τρίτους, χωρίς τη μεταβίβαση δικαιώματος κυριότητας επ’αυτής.

Στη συνηθέστερη μορφή της, ο κύριος ενός σήματος παραχωρεί σε έναν τρίτο, συνήθως εταιρία,  δικαίωμα  χρησιμοποιεί το σήμα αυτό ή το εμπορικό του όνομα. Τις περισσότερες φορές μάλιστα-όχι όμως πάντα- στη σύμβαση licensing προβλέπεται η παραχώρηση αποκλειστικότητας στον αδειούχο για συγκεκριμένη ρητώς οριοθετημενη περιοχή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο franchising.

Ωστόσο, ενώ στο franchising ο δικαιοδόχος διατηρεί όλα τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του Συστήματος σε συγκεκριμένη περιοχή, στο licensing, στην ίδια περιοχή δύναται να κάνουν χρήση και εκμετάλλευση του σήματος περισσότεροι του ενός αδειούχοι, οι οποίοι έχουν οριστεί για την χρήση του σήματος σε διαφορετικά προιόντα και/ή υπηρεσίες. Επομένως, η αποκλειστικότητα δεν συνιστά πάντοτε απαράβατο όρο μιας σύμβασης licensing, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις συμβάσεων licensing που δεν προβλέπουν δικαίωμα αποκλειστικότητας σε συγκεκριμένη περιοχή, εξουσιοδοτώντας έτσι περισσότερους του ενός επιχειρηματίες και στην ίδια περιοχη να κάνουν χρήση και εκμετάλλευση του σήματος . Βέβαια, προκειμένου μια τέτοια συμφωνία να είναι συμφέρουσα και για τα δύο μέρη, αδειούχο και δικαιούχο, θα πρέπει το σήμα για το οποίο ο λόγος, να έχει μια δεδομένη και ισχυρή αναγνωρισιμότητα έτσι ώστε η έλλειψη γεωγραφικής αποκλειστικότητας να μη λειτουργεί ανασταλτικά για την επιχειρηματική πρόοδο και ανάπτυξη του αδειούχου.

Η άδεια χρήσης (license) γενικότερα δίνει το δικαίωμα στον αδειούχο να κατασκευάσει ο ίδιος και/ή να διαθέτει τα προιόντα του δικαιούχου του σήματος. Με τη σύμβαση licensing θα πρέπει να προσδιορίζεται ρητά ο τρόπος χρήσης του σήματος αυτού από τον αδειούχο διότι είναι πολύ πιθανό και σύνηθες ο δικαιούχος ενός συγκεκριμένου σήματος να έχει παραχωρήσει τη χρήση για κάποια προιόντα σε μια εταιρία και για κάποια άλλα, ακόμα και παρεμφερή, σε κάποιαν άλλη.

Επιπλέον, ο δικαιούχος δύναται να ορίζει με ακρίβεια στη σύμβαση την ακριβή παρουσίαση του σήματός του από τον αδειούχο αλλά και να ελέγχει οποτεδήποτε την ορθή τήρηση ενός τέτοιου όρου. Περαιτέρω, η εικόνα και η ποιότητα των προιόντων/υπηρεσιών που διατίθενται από τον αδειούχο με το σήμα του δικαιούχου θα πρέπει να μπορεί να ελέγχεται οποτεδήποτε από τον τελευταίο προς αποφυγή αλλοίωσης της εικόνας και ταυτότητάς του. Το αυτό ισχύει και για το franchising.Συγκεκριμένα, ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ελέγχει την ορθή εφαρμογή του Συστήματος Δικαιόχρησης από το Δικαιοδόχο και να τον καλεί σε συμμόρφωση σε περίπτωση αλλοίωσης αυτού από τον τελευταίο.

Ως προς την αμοιβή στο licensing, αυτή συνήθως συνίσταται αφενός στο αρχικό αντάλλαγμα που αποδίδει ο αδειούχος στο δικαιούχο με την υπογραφή της σύμβασης (χωρίς αυτό να είναι πάντα απαραίτητο) και σε μόνιμα ανταλλάγματα που ορίζονται ως ποσοστό επί των πωλήσεων του αδειούχου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε σύμβαση franchising.

Περαιτέρω, ο δικαιούχος του σήματος επιβάλλει κάποιες φορές στον αδειούχο να κατασκευάσει και/ή να διαθέτει τουλάχιστον μια ελάχιστη ποσότητα προιόντων επί των οποίων τίθεται το σήμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, εάν οι συγκεκριμένοι στόχοι δεν επιτυγχάνονται από τον αδειούχο, ο τελευταίος μπορεί να απωλέσει την αποκλειστικότητα που τυχόν έχει, άλλως ο δικαιούχος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Τέτοιοι στόχοι τίθενται κάποιες φορές και σε συμβάσεις franchising αλλά ορθοτερο είναι να βρίσκουν έρεισμα σε συγκεκριμένη μελέτη που έχει ετοιμάσει ο δικαιοπάροχος για την επιχείρηση του δικαιοδόχου με βάση την οποία προβλεπεται η επίτευξή τους συνεπεία της συνεχούς και ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης.

Η διάρκεια μιας σύμβασης licensing ποικίλλει φυσικά αν και συνήθως είναι μακρόχρονη. Ωστόσο συστήνεται σε καμμία περίπτωση να μην ξεπερνά τη διάρκεια προστασίας του παραχωρηθέντος προς χρήση σήματος. Αντίστοιχα, στο franchising, η διάρκεια προστασίας του σήματος είναι βεβαίως σημαντική αλλά δεν αποτελεί το μόνο παράγοντα που επηρεάζει τη διάρκεια της σύμβασης.

Είναι γεγονός ότι πολλά σήματα ξεχώρισαν και έγιναν γνωστά χάρη στο μεγάλο αριθμό αδειών χρήσης του σήματος που παραχωρήθηκαν και οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού πωλήσεων των προιόντων με το σήμα αυτό σε όλο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση του αριθμού των αδειών χρήσης που παραχωρούνται διότι έτσι κινδυνεύει να μην μπορεί πλέον να ελεγχθεί από το δικαιούχο η εικόνα του σήματος και του τρόπου χρήσης του από τους αδειούχους με συνέπεια την αλλοίωση και εμπορική απαξίωσή του.

Έτσι, μεγάλες εταιρίες διάθεσης ειδών πολυτελείας προτίμησαν από την αρχή να περιορίσουν στο ελάχιστο και στο απολύτως απαραίτητο τις άδειες χρήσης των σημάτων τους με σκοπό να βελτιώσουν την εικόνα τους στο καταναλωτικό κοινό.

Επιπλέον και πέραν των ανωτέρω, η παραχώρηση άδειας χρήσης σήματος (licensing) διαφοροποιείται από τη δικαιόχρηση (franchising), κατά κύριο λόγο, ως προς τα εξής:

– Ενώ στο franchising απαιτείται η αρχική εκπαίδευση του δικαιοδόχου για την είσοδό του στο Σύστημα, στο licensing δεν προβλέπεται τέτοια υποχρέωση αφού άλλωστε δεν υπάρχει και Σύστημα.
– Ενώ στο franchising απαιτείται συγκεκριμένη, προσδιορίσιμη και πρωτότυπη  τεχνογνωσία, η οποία περιλαμβάνει και εμπορικά σήματα του δικαιοπαρόχου, στο licensing δεν υπάρχει ανάγκη για παροχή συγκεκριμένης τεχνογνωσίας στον αδειούχο παρά μόνο κατοχυρωμένου και καθιερωμένου σήματος.
– Ενώ στο franchising προβλέπεται υποχρέωση του δικαιοπαρόχου για διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου του, στο licensing δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση του δικαιούχου παρά μόνο υποχρέωση μέριμνάς του για την προστασία και διατήρηση σε ισχύ του παραχωρηθέντος προς εκμετάλλευση σήματος.

Εξάλλου, πολλά από τα οικονομικά και επιχειρηματικά οφέλη του licensing μπορούν να συγκριθούν με αυτά του franchising όπως:

  • Μείωση του κόστους και του επιχειρηματικού κινδύνου από την ανάπτυξη
  • Άμεση καθιέρωση και  αναγνωρισιμότητα των προιόντων/υπηρεσιών με το σήμα στην αγορά
  • Αποκόμιση εσόδων από τα αρχικά και τα μόνιμα ανταλλάγματα (license fees)
  • Ενίσχυση της πίστης των καταναλωτών και της φήμης αναφορικά με το σήμα που παραχωρήθηκε προς χρήση στον αδειούχο

Συμπερασματικά, είναι γεγονός ότι και οι δύο μορφές ανάπτυξης είναι εξίσου διαδεδομένες στην αγορά στην Ελλάδα αλλά πολύ περισσότερο στο εξωτερικό. Ωστόσο, η έλλειψη σαφούς και ειδικού νομοθετικού πλαισίου για το franchising στην Ελλάδα οδηγεί πολλές φορές σε λανθασμενες επιλογές τον επιχειρηματια, κύριο κάποιου σήματος με αναγνωρισιμότητα στην αγορά, ο οποίος οδηγείται σε υπογραφή συμβάσεων franchising για την ανάπτυξή του–παρόλο που δεν διαθέτει ή έχει αναπτύξει καμμία τεχνογνωσία-μονο και μονο για να εισπραχθούν τα αρχικά τέλη (Entry Fee) χωρίς να υπολογίζει τις λοιπές υποχρεώσεις του ως δικαιοπάροχος έναντι του δικαιοδόχου.

Συνεπώς, με δεδομένο ότι η ανάπτυξη είναι πρόοδος και ότι η σωστή ανάπτυξη είναι αυτή που θα οδηγήσει σε κερδοφορία, θα πρέπει ο εκάστοτε επιχειρηματίας, να συμβουλεύεται τον ειδικό ώστε να επιλέγει σωστά τον καλύτερο τρόπο ανάπτυξής του, ο οποίος, είτε είναι licensing είτε είναι franchising, εάν έχει επιλεγεί και εφαρμόζεται σωστά, θα του επιφέρει βέβαια κέρδη και οφέλη.

 

Σωτήρης Γιαννακάκης
Δικηγόρος (LL.M. HARVARD, Η.Π.Α.)
Γενικός Διευθυντής & Νομικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδας

 

Yπαπαντή Καλογεροπούλου
Δικηγόρος (D.E.S.S. LYON III, FRANCE)