Σημεία τριβής μεταξύ δικαιοπαρόχου και δικαιοδόχου στα δίκτυα Franchise
Η ιδιαιτερότητα αφενός που παρουσιάζει η σύμβαση franchise (ως “μικτή” σύμβαση) και η έλλειψη αφετέρου ειδικής νομοθετικής ρύθμισης για αυτήν, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ανάκυψης νομικών ζητημάτων από την εφαρμογή της.
Πριν την υπογραφή της σύμβασης franchise, η υποχρέωση διαφάνειας, συνίσταται, για τον franchisor, στην έγκαιρη προετοιμασία του και την γνωστοποίηση στον franchisee όλων των αναγκαίων πληροφοριών και στοιχείων που ο τελευταίος χρειάζεται προκειμένου να αποφασίσει την είσοδό του στο συγκεκριμένο Δίκτυο Δικαιόχρησης. Ο franchisee δε, υποχρεούται, κατά το στάδιο των διαπραγματεύεων να ενημερώσει με απόλυτα ομοίως διαφανή τρόπο τον franchisor για όλα τα θέματα της επιχειρηματικής του πορείας καθώς ο τελευταίος θα του εμπιστευτεί και μεταδώσει όλη την τεχνογνωσία του.
Τα σημεία τριβής που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών, απορρέουν συχνότερα από:
Την απουσία κατοχυρωμένων ή αμετάκλητα δεκτών εμπορικών σημάτων, καθιερωμένων επωνυμιών και διακριτικών γνωρισμάτων κλπ: η προώθηση ενός συγκεκριμένου Συστήματος franchise προυποθέτει την ύπαρξη κατατεθειμένου και κατοχυρωμένου εμπορικού σήματος και ισχυρής εμπορικής επωνυμίας. Για το λόγο αυτό, ο υποψήφιος franchisee θα πρέπει να ενημερωθεί για τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας του franchisor, καθώς αυτά ακριβώς θα χρησιμοποιήσει και ο ίδιος κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η ύπαρξη Συστήματος Δικαιόχρησης χωρίς συγκεκριμένο σήμα δεν μπορεί να υπάρξει.
Την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών: Οι ρήτρες αυτές αποτελούν όρους που συναντώνται στο κείμενο της σύμβασης franchise και αντίκεινται στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό δικαιωμάτων. Κάποιες από αυτές τις συνήθως αναφερόμενες ρήτρες έχουν ήδη κριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ως καταχρηστικές υπό προυποθέσεις, όμως αυτό δεν επαρκεί καθώς δεν υπάρχει γενικός κανόνας για αυτές και έτσι κάθε φορά που ανακύπτει θέμα καταχρηστικότητας καλείται το δικαστήριο να κρίνει υπέρ της καταχρηστικότητας ή μη.
Την απουσία τεχνογνωσίας: η τεχνογνωσία αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο ενός Συστήματος Δικαιόχρησης χάριν της οποίας ο franchisee αποφασίζει να συμμετάσχει στο Δίκτυο του συγκεκριμένου franchisor.Για το λόγο αυτό, στη σύμβαση θα πρέπει να γίνεται αναφορά –στο βαθμό του εφικτου- στα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την τεχνογνωσία αυτή (π.χ. σήμα, εμπορική επωνυμία, φήμη, πελατεία, εμπορικά μυστικά κλπ) αλλά και με εκπαίδευση σε αυτήν διά ζώσης, ώστε ο franchisee να είναι πλήρως ενημερωμένος για την τεχνογνωσία που του παραχωρείται προς εκμετάλλευση. Από την άλλη, και ο franchisor κοινοποιεί με αυτόν τον τρόπο την ανήκουσα σε αυτόν τεχνογνωσία, έτσι ώστε να αποφεύγονται τυχόν παραποιήσεις ή καταχρήσεις από μέρους του franchisee.
Τη μη οριοθέτηση της Περιοχής: η παραχωρηθείσα περιοχή αποτελεί περιοχή αποκλειστικής δράσης, έχει δε ιδιαίτερη σημασία για τον franchisee καθώς η δράση του πέρα από αυτή απαγορεύεται και επιφέρει νομικές κυρώσεις. Σκόπιμο είναι να περιγράφεται με ακρίβεια στη σύμβαση δικαιόχρησης ώστε να αποφεύγονται παραβιάσεις της εις βάρος άλλων. Η παράλειψη περιγραφής της Περιοχής επιφέρει αμφιβολίες σχετικά με τα δικαιώματα του franchisee αλλά ακόμα και του franchisor με κίνδυνο να προκύψουν θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού.
Την έλλειψη συγκεκριμένης διάρκειας της συνεργασίας: παρόλο που η σύμβαση franchise δύναται να συναφθεί και για αόριστο χρονικό διάστημα, εντούτοις, δεν είναι αυτός ο κανόνας. Ο προσδιορισμός της διάρκειας της συνεργασίας των μερών σκόπιμο είναι να αναγράφεται στη σύμβαση και, μάλιστα, ωφέλιμο είναι τα μέρη να συμφωνούν μια ελάχιστη διάρκεια της τάξεως π.χ. των πέντε ετών, προκειμένου να προλάβει και ο franchisee να αποσβέσει τα κεφάλαια που επένδυσε με την είσοδό του στο franchise αλλά και προκειμένου ο franchisor να μην αντικαθιστά σε μικρά χρονικά διαστήματα τους franchisees του και ενδεχομένως τα σημεία ανάπτυξης του Δικτύου.
Την επιβολή της τιμολογιακής πολιτικής: η αρχή της ομοιομορφίας στο Δίκτυο franchise επιβάλλει την ενιαία πολιτική στη διοίκηση των επιμέρους επιχειρήσεων του Δικτύου και, κατά συνέπεια, και την εφαρμογή ενιαίας πολιτικής τιμών των προς διάθεση προιόντων/υπηρεσιών του Δικτύου . Εντούτοις, η εφαρμογή ενιαίας πολιτικής τιμών δεν θα πρέπει να φτάνει μέχρι του σημείου της επιβολής συγκεκριμένων τιμών λιανικής από τον franchisor, καθόσον κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά, αν και προβλέπεται η δυνατότητα καθορισμού μέγιστης τιμής από τον franchisor.
Την αποκλειστικότητα προμήθειας από τον Franchisor:
Σε κάθε περίπτωση και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κοινοτικού Κανονισμού 330/2010, δεν μπορεί να απαγορευθεί στον Franchisee να προμηθεύεται προιόντα ισοδύναμης ποιότητας, εμφάνισης και προδιαγραφών από τρίτους-προμηθευτές εκτος εάν πρόκειται για προιόντα ιδιωτικής ετικέττας. Έτσι, σκόπιμο είναι να αποφεύγονται ρήτρες στη σύμβαση δικαιόχρησης που μοναδικό σκοπό έχουν να περιορίσουν την ελευθερία του Franchisee σε αυτό το θέμα και αναπόφευκτη συνέπεια τη ζημία του Συστήματος ενώ επιθυμητή είναι η ad hoc κάθε φορά στάθμιση των συμφερόντων στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Κρίσιμη παρουσιάζεται και η περίοδος μετά τη λύση, για οποιοδήποτε λόγο, της σύμβασης. Τα ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν μετά τη λύση της σύμβασης συνίστανται:
1. στην τύχη των εκκρεμών παραγγελιών: η λύση της σύμβασης και η αποχώρηση κάποιου franchisee από το δίκτυο δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εικονα προς τα έξω και προς τους τρίτους, κυρίως δε όταν αυτοί είναι οι πελάτες του Δικτύου. Έτσι, συνήθως, προς αποφυγή δημιουργίας προβλημάτων με πελάτες του Δικτύου, θα πρέπει να υπάρχει όρος στη σύμβαση ο οποίος να αναθέτει την τακτοποίηση των εκκρεμών παραγγελιών στον franchisor σε περίπτωση λύσης της σύμβασης.
2. στη δυνατότητα ανανέωσης ή παράτασης της σύμβασης: σκόπιμη κρίνεται η ρητή πρόβλεψη στη σύμβαση που να προβλέπει (ή να αποκλείει) το δικαίωμα είτε ανανέωσης είτε παράτασης τα σύμβασης προκειμένου να αποφευχθούν λανθασμένες εκτιμήσεις και άσκοπες επενδύσεις. Έτσι, και ο franchisor θα προετοιμαστεί εγκαίρως για την ανεύρεση νέου αντικαταστάτη franchisee εάν η σύμβαση λήξει οριστικά και ο Franchisee, θα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι θα συνεχιστεί η επιχειρηματική του δραστηριότητα.
3. στην ύπαρξη ρήτρας μη ανταγωνισμού: δεδομένου ότι ο χώρος όπου ασκεί τη δραστηριότητά του ο franchisee συνδέεται στη σκέψη του καταναλωτικού κοινου με επιχείρηση του συγκεκριμένου Δικτύου Δικαιόχρησης, είναι εύλογο όταν αυτή η σύμβαση αυτή λυθεί, να υπάρχει σχετική πρόβλεψη, προς αποφυγή σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό, με ρήτρα στη σύμβαση δικαιόχρησης περί μη αθέμιτου ανταγωνισμού ήτοι περί μη άσκησης παρεμφερούς δραστηριότητας στο ακίνητο από τον franchisee. Η έλλειψη τέτοιας ρήτρας από τη σύμβαση franchise είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει πολλά προβλήματα, όπως έχουν καταδείξει και πολλές υποθέσεις έως σήμερα που έχουν απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια, καθώς από τη μια υφίσταται μεν σχετική ρύθμιση-απαγόρευση στον Κοινοτικο Κανονισμό 330/2010 (όπως και στις προγενέστερες μορφές αυτού), όμως η έλλειψη ειδικής ρύθμισης στη χώρα μας αλλά και η εξέταση κάθε περίπτωσης χωριστά από τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία δεν έχουν παγιώσει κάποια νομική αντιμετώπιση του θέματος, συνηγορούν στην αναγκαιότητα προσδιορισμού μέσα στη σύμβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών ακόμα και μετά τη λύση της σύμβασης.
Σωτήρης Γιαννακάκης
Δικηγόρος (LL.M. HARVARD, Η.Π.Α.)
Γενικός Διευθυντής & Νομικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδας
Yπαπαντή Καλογεροπούλου
Δικηγόρος (D.E.S.S. LYON III, FRANCE)